- θύστης
- θύστης και δωρ. τ. θύστας, ὁ (Α)βλ. θύστας.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. θύστας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύστα — θύστᾱ , θύστης sacrificing priest masc nom/voc/acc dual θύστης sacrificing priest masc voc sg θύστᾱ , θύστης sacrificing priest masc gen sg (doric aeolic) θύστης sacrificing priest masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύστας — θύστᾱς , θύστης sacrificing priest masc acc pl θύστᾱς , θύστης sacrificing priest masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύστας — θύστας, ὁ, δωρ. τ. τού θύστης* (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ό ἱερεὺς παρὰ Κρησί». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ τού θύω (I)] … Dictionary of Greek
μεθυστάς — μεθυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».… … Dictionary of Greek
μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… … Dictionary of Greek